θεοποιός — making gods masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοποιόν — θεοποιός making gods masc/fem acc sg θεοποιός making gods neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοποιοί — θεοποιός making gods masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοποιούς — θεοποιός making gods masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοποιά — θεοποιός making gods neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοποιέ — θεοποιός making gods masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοποιῷ — θεοποιός making gods masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Epaphras (Koroplast) — Epaphras (griechisch Ἐπαφρᾶς) war ein griechischer Koroplast, der im 2. Jahrhundert v. Chr. in Zypern tätig war. Epaphras ist nur von einer Signatur auf einer Tonstatuette der Göttin Aphrodite mit Eros bekannt. Die vollständige Inschrift… … Deutsch Wikipedia
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
ανθρωποποιός — ό (Α ἀνθρωποποιός, όν) νεοελλ. αυτός που διαπλάθει ενάρετους ανθρώπους αρχ. 1. αυτός που δημιουργεί, που παράγει ανθρώπους 2. ανδριαντοποιός, αυτός που κατασκευάζει ομοιώματα ανθρώπων (αντίθετο του θεοποιός) … Dictionary of Greek